- ὀργανώσω
- ὀργανόωto be organizedaor subj act 1st sgὀργανόωto be organizedfut ind act 1st sgὀργανόωto be organizedaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οργανώνω — οργάνωσα, οργανώθηκα, οργανωμένος 1. τακτοποιώ τα μέρη ενός συστήματος, ώστε τούτο να λειτουργεί κανονικά: Προσπαθώ να οργανώσω την επιχείρηση, την υπηρεσία, το στρατό. 2. μέσ., οργανώνομαι εντάσσομαι σε ομάδα ή οργάνωση: Πολλοί νέοι σήμερα είναι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)